ὑποκλίνῃ

ὑποκλίνῃ
ὑποκλί̱νῃ , ὑποκλίνομαι
aor subj mid 2nd sg
ὑποκλί̱νῃ , ὑποκλίνομαι
aor subj act 3rd sg
ὑποκλί̱νῃ , ὑποκλίνομαι
pres subj mp 2nd sg
ὑποκλί̱νῃ , ὑποκλίνομαι
pres ind mp 2nd sg
ὑποκλί̱νῃ , ὑποκλίνομαι
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”